χρυσήρης — ήρες, Α χρυσοστόλιστος («εἰς χρυσήρεις οἴκους», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ήρης* (Ι), πρβλ. ξιφ ήρης] … Dictionary of Greek
χρυσήρη — χρῡσήρη , χρυσήρης furnished neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) χρῡσήρη , χρυσήρης furnished masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) χρῡσήρη , χρυσήρης furnished masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσήρεις — χρῡσήρεις , χρυσήρης furnished masc/fem acc pl χρῡσήρεις , χρυσήρης furnished masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηρης — (I) < ΙE *ar «ταιριάζω, συνδέω», (απ όπου το αραρίσκω* «συνδέω, ταιριάζω εφοδιάζω»), με έκταση (λόγω τής συνθέσεως). Την ίδια σημασία («εφοδιασμένος με, έχων...») έχει και το ήρης (πρβλ. ξιφ ήρης, χαλκ ήρης, κ.ά.), ενώ λειτουργεί ως απλό… … Dictionary of Greek
χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… … Dictionary of Greek